γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ноужьныи — (245) пр. 1.Связанный с принуждением, насилием: се же ѥсть нѹжноѥ из ра˫а изведениѥ. КН 1280, 608г; нѹжноѥ ѹчениѥ не можеть пребыти. а ѥже съ сладостию и радостьно пребытьно. ПНЧ 1296, 135 об.; когда потопъ преста… видѧ многѹ пѹстыню и нѹжнѹю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ноужьнѣ — (4*) нар. 1. Необходимо: Прѣподобьныи еп(с)пъ рече и се приложити нѹжьнѣ да ни ѥдинъ отъ еп(с)пъ отъ своѥ˫а епархиа въ инѹ епархию... прѣходѧть. (ἀναγκαῖον) КЕ ХII, 101а; иже орѹжиѥ приимъ или что ино таковоѥ. ни ѥдиною имать извѣта. и паче иже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FLORILEGIUM — Graece Α᾿νθολόγιον, nomen libri apud Graecos Ecclesiasticis qui primo sui ortu tenuis, nec magnae aestimationis, subinde notus accessionibus auctus, tandem in immensum excrevit. Titulus est, Α᾿νθολόγιον τοῦ ὅλου ενναυτοῦ, περιέχον τινας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
επάρκεια — η (Α ἐπάρκεια) [επαρκής] νεοελλ. 1. η ύπαρξη τής αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων») 2. ικανότητα, αξιωσύνη αρχ. 1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση 2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι τα εφόδια, οι ζωοτροφές … Dictionary of Greek